- ὀνοειδής
- ὀνοειδήςof the ass kindmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονοειδής — ὀνοειδής, ές (Α) [όνος] αυτός που είναι όμοιος με όνο. Επίρ. ὀνοειδῶς (Α) σαν όνος, σαν γαϊδούρι … Dictionary of Greek
ὀνοειδῆ — ὀνοειδής of the ass kind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀνοειδής of the ass kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀνοειδής of the ass kind masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοειδές — ὀνοειδής of the ass kind masc/fem voc sg ὀνοειδής of the ass kind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek